Ιστορία των εμφυτευμάτων

Η ιστορια των εμφυτευματων «χάνεται» στα βάθη των αιώνων καθώς ο άνθρωπος ανέκαθεν αναζητούσε τρόπους αντικατάστασης των δοντιών που χάνονταν.

Εκατοντάδες χρόνια πριν οι επιστήμονες πειραματιστούν με τα εμφυτεύματα, υπάρχουν στοιχεία πρώιμων εμφυτευμένων στο οστούν της γνάθου τεχνητών αλλά και φυσικών δοντιών.

Τόσο σημαντική ήταν -και παραμένει- η διατήρηση της λειτουργικότητας της οδοντοστοιχίας καθώς και της αισθητικής της.

Πότε πρωτοεμφανίστηκαν τα οδοντικά εμφυτεύματα με την ευρύτερη έννοια του όρου

Έχει ανακαλυφθεί πως αρχαίοι πολιτισμοί επιχείρησαν να κατασκευάσουν διάφορα είδη εμφυτευμάτων για την αντικατάσταση των απολεσθέντων φυσικών δοντιών.

Από τους πρώτους πιθανώς, οι Μάγια προσπάθησαν να φτιάξουν εμφυτεύματα που τοποθετούνται μέσα στη γνάθο, περίπου το 600 μ.Χ.

Οι αρχαιολόγοι έχουν εντοπίσει κρανία στα οποία τα δόντια αντικαταστάθηκαν με πρώιμα εμφυτεύματα από πέτρες και όστρακα.

Το πιο χαρακτηριστικό εύρημα βρέθηκε κατά τη διάρκεια ανασκαφών στην Ονδούρα το 1931.

Πρόκειται για την κάτω γνάθο μιας γυναίκας από την οποία έλειπαν 3 πρόσθια δόντια που είχαν αντικατασταθεί από εμφύτευμα.

Τα αρχαία εμφυτεύματα, που χρονολογούνται γύρω στο 600 μ.Χ., ήταν φτιαγμένα από επεξεργασμένο σε σχήμα δοντιού όστρακο.

Οι ανθρωπολόγοι που τα μελέτησαν, διαπίστωσαν ότι είχαν κατά κάποιο τρόπο ενσωματωθεί στο κόκαλο της γνάθου, δημιουργώντας έναν σταθερό δεσμό.

Πρέπει μάλιστα να έμειναν για χρόνια στο στόμα της γυναίκας καθώς εντοπίστηκε οδοντική πέτρα στην επιφάνεια αυτών των πρώιμων εμφυτευμάτων.

Οι επιστήμονες συνηγορούν πως δεν πρόκειται απλά για απόπειρα αντικατάστασης, αλλά για την πρώτη επιτυχημένη εμφύτευση στην ιστορία της Οδοντιατρικής.

Πώς φτάσαμε στα σύγχρονα εμφυτεύματα δοντιών

Ελάχιστη επιτυχία φαίνεται πως είχε η πρώτη τεκμηριωμένη προσπάθεια χρήσης εμφυτεύματος από χρυσό το 1809.

Το εμφύτευμα τοποθετήθηκε σε σημείο όπου έλειπε ένα δόντι αλλά η επέμβαση απέτυχε, εξαιτίας σημαντικής φλεγμονής στα ούλα και της ασυμβατότητας του μετάλλου με το οστούν της γνάθου.

Οι επόμενες προσπάθειες εστίαζαν στην ανακάλυψη ή τη δημιουργία ενός υλικού το οποίο θα ήταν ιδανικό για τα εμφυτεύματα.

Εφόσον αποκλείστηκε η χρήση του χρυσού, δοκιμάστηκε η συμβατότητα για το ασήμι και το ιρίδιο, χωρίς όμως επιτυχία.

Το 1930 χρησιμοποιήθηκαν ορθοπεδικές βίδες για να αντικαταστήσουν μεμονωμένα δόντια και η εμφύτευση θεωρείται ως η πρώτη επιτυχής.

Στις αρχές της δεκαετίας του ‘50, ανακαλύφθηκε εντελώς τυχαία, ότι το τιτάνιο έχει την ιδιότητα να αναπτύσσει σταθερό δεσμό με το οστούν, μέσα από πειράματα που διεξήχθησαν σε κουνέλια.

Ο ερευνητής που έκανε την τυχαία αλλά τόσο σημαντική αυτή ανακάλυψη είναι ο Σουηδός φυσικός Per Invar Branemarl ο οποίος σήμερα θεωρείται πατέρας της οστεοενσωμάτωσης.

Το 1965, οι επιστήμονες δημιούργησαν μια γέφυρα που στηριζόταν σε εμφυτεύματα η οποία ήταν λειτουργική έως το 2005, οπότε ο ασθενής απεβίωσε.

Τα εμφυτεύματα από τιτάνιο εγκρίθηκαν το 1978 από την Οδοντιατρική Κοινότητα και η χρήση τους στις ΗΠΑ ξεκίνησε το 1982.

Τα εμφυτεύματα δοντιών που κατασκευάζονται σήμερα έχουν διάφορα σχήματα και μεγέθη ώστε να προσαρμόζονται στις ανατομικές ιδιαιτερότητες της γνάθου κάθε ασθενή.

Η επεξεργασία της επιφάνειάς τους γίνεται με σύγχρονες τεχνικές που στοχεύουν στη βελτίωση της ποιότητας και της ταχύτητας της οστεοενσωμάτωσης.

Εκτός από το τιτάνιο και τα κράματά του, οι εμφυτευματολόγοι δοκιμάζουν και άλλα βιοσυμβατά υλικά, μερικά από τα οποία έχουν «συγγένεια» με τα όστρακα.